αξιάζω

αξιάζω
κ. αξάζω (Μ ἀξιάζω κ. ἀξάζω)
1. αξίζω, έχω αξία
2. (μτχ.) αξαζούμενος (κ. -ζόμενος)
άξιος, ικανός, («φρόνιμο κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξίζω + καταλ. -ιάζω ή < ουσ. αξία
ο τ. αξάζω κατά το σχ. (ι)σιάζω > (ι) σάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”